- παραστιχίς
- -ίδος, ἡ, Α1. (ιδίως για σύντομα ποιήματα ή στίχους) ό,τι είναι γραμμένο παραπλεύρως, στο πλάι, η ακροστιχίδα2. (για μαγική συνταγή) ξόρκι, ξόρκισμα, εξορκισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στίχος + επίθημα -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.